διασωστικός — ή, ό (AM διασωστικός, ή, όν) ο κατάλληλος ή ικανός να διασώζει, να διαφυλάσσει κάποιον σώο και αβλαβή … Dictionary of Greek
διατηρητικός — ή, ό (Α διατηρητικός, ή, όν) ο κατάλληλος, ο αρμόδιος να διατηρεί, να διαφυλάσσει αρχ. το ουδ. ως ουσ. το διατηρητικόν η διατήρηση … Dictionary of Greek
ζώνη — Λωρίδα από ύφασμα, δέρμα, μέταλλο ή άλλο εύκαμπτο υλικό, που χρησιμεύει για να συγκρατεί στη μέση τα ενδύματα. Οι ζ., οι οποίες χρονολογούνται από την εποχή του χαλκού, ήταν ασφαλώς ένα από τα πρώτα στοιχεία ενδυμασίας που επινόησαν οι άνθρωποι.… … Dictionary of Greek
θεματοφύλακας — ο 1. αυτός που αναλαμβάνει αμισθί τη φύλαξη ξένου κινητού πράγματος ύστερα από συνεννόηση με τον κάτοχο ή με τους κληρονόμους του 2. αυτός που λόγω αξιώματος ή κοινωνικής θέσης ή ειδικής ασχολίας αναλαμβάνει να διαφυλάσσει κάτι ως ιερό και… … Dictionary of Greek
ρυσίδιφρος — ον, Α (για αρματηλάτη) αυτός που διαφυλάσσει τη δίφρο, την άμαξα. [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος < θ. ῥυσι τού ἑρύω (ΙΙ) «προστατεύω» (πρβλ. ῥῦσις) + δίφρος «άμαξα» (πρβλ. καλλί διφρος)] … Dictionary of Greek
ρυσιγένεθλος — ον, Μ αυτός που διαφυλάσσει το γένος, τους απογόνους του. [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος, < θ. ῥυσι τού ἐρύω (ΙΙ) «προστατεύω» (πρβλ. ῥῦσις) + γένεθλος (< γένεθλον «απόγονος»), πρβλ. καλλι γένεθλος] … Dictionary of Greek
φυλακτής — ὁ, Α [φυλάσσω] αυτός που διαφυλάσσει, που διατηρεί κάτι («φυλακτὴς τῶν ἰδίων ἠθῶν», Φίλ.) … Dictionary of Greek
φυλακτικός — ή, ό / φυλακτικός, ή, όν, ΝΜΑ, και φυλαχτικός, ή, ό, Ν [φυλάσσω] νεοελλ. (ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα φυλακτικά τα φύλακτρα, η αμοιβή για τη φύλαξη εμπορευμάτων αρχ. 1. αυτός που διαφυλάσσει, που διατηρεί κάτι («φυλακτικὸς ὑγείας», Αριστοτ.) 2. (για… … Dictionary of Greek
φυλαχτής — ο, Ν 1. αυτός που διαφυλάσσει, που τηρεί κάτι 2. φρουρός, σκοπός … Dictionary of Greek
Άγιον Όρος ή Άθως — Πολιτεία μοναχών (2.262 κάτ.) που άνθησε ιδιαίτερα στους βυζαντινούς χρόνους. Το Ά.Ό. είναι βουνό με άφθονα δάση (2.033 μ.), στη νότια άκρη της ανατολικής χερσονήσου της Χαλκιδικής, από το οποίο ονομάστηκε έτσι και η χερσόνησος (332,5 τ. χλμ.).… … Dictionary of Greek